- βαρυτέρων
- βαρύςheavy in weightfem gen plβαρύςheavy in weightmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek
αεροκινητήρας — Κινητήρας που λειτουργεί με τη δύναμη του ανέμου. Ορθότερα, ανεμοκινητήρας (βλ. λ.). Α. λέγεται και η κινητήρια μηχανή των βαρύτερων του αέρα πτητικών συσκευών, που προκαλεί την ανύψωση των αεροσκαφών (βλ. λ. αεροπλάνο). * * * ο τεχνολ. κινητήρας … Dictionary of Greek
αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
εποπτικός — ή, ό (Α ἐποπτικός, ή, όν) [επόπτης] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποπτεία ή στον επόπτη (α. «εποπτικὸ συμβούλιο» ειδικό συμβούλιο που εποπτεύει και διοικεί τα δημοτικά σχολεία β. «εποπτικά μέσα διδασκαλίας») αρχ. 1. αυτός που ανήκει … Dictionary of Greek
θερμοπυρηνικός — Αυτός που αναφέρεται στο φαινόμενο της πυρηνικής σύντηξης, κατά το οποίο δύο ελαφροί ατομικοί πυρήνες συνενώνονται και σχηματίζουν έναν βαρύτερο ατομικό πυρήνα. Η πυρηνική αντίδραση της σύντηξης πυρήνων ελαφρών στοιχείων, από το υδρογόνο έως τον… … Dictionary of Greek
μεσόνιο — το φυσ. συν. στον πληθ. τα μεσόνια ονομασία υποατομικών σωματιδίων που αποτελούνται από άρτιο αριθμό κουάρκ και αντικουάρκ, χαρακτηρίζονται από μηδενικό βαρυονικό αριθμό, από ακέραιο σπιν και από μέσες μάζες, δηλ. από μάζες που είναι ενδιάμεσες… … Dictionary of Greek
πυρένιο — το, Ν χημ. κυκλική οργανική ένωση, πολυπυρηνικός αρωματικός υδρογονάνθρακας που αποτελεί συστατικό τών βαρύτερων κλασμάτων τής λιθανθρακόπισσας, από όπου και εξάγεται. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrene < pyr (< πυρ) + κατάλ. τής… … Dictionary of Greek
σύντηξη — η / σύντηξις, ήξεως, ΝΑ [συντήκω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συντήκω νεοελλ. φυσ. πυρηνική διαδικασία η οποία περιλαμβάνει σειρά πυρηνικών αντιδράσεων μεταξύ ατομικών πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων, οι οποίες οδηγούν στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
ενέργεια σύνδεσης — Η ενέργεια που εκλύεται όταν πρωτόνια, νετρόνια και ηλεκτρόνια ενώνονται για να σχηματίσουν ένα άτομο. Το ίδιο ποσό ενέργειας απαιτείται για τη διάσπαση ενός πυρήνα στα συστατικά του, ενέργεια που είναι ισοδύναμη με το έλλειμμα μάζας του πυρήνα.… … Dictionary of Greek